παντέλεια

παντέλεια
Γιορτή των αρχαίων Ελλήνων που αποτελούσε μέρος της λατρείας της θεάς Δήμητρας. Η γιορτή δεν είχε πανελλήνιο χαρακτήρα αλλά τοπικό (Ελευσίνα, Συρακούσες).
* * *
ἡ, Α [παντελής]
1. ο μέγιστος βαθμός, το κορύφωμα, η απόλυτη πληρότητα («τοιαύτην συνέβη γενέσθαι τὴν παντέλειαν τῆς καταφθορᾱς, ὥστε καὶ τὰς βάσεις τῶν πύργων... ὑπὸ τοῡ πυρὸς ἀχρειωθῆναι», Πολ.)
2. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός δέκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παντελεία — παντελείᾱ , παντέλεια consummation fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντελείᾳ — παντελείᾱͅ , παντέλεια consummation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντέλεια — consummation fem nom/voc sg παντέλειος in pure perfection neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντελείας — παντελείᾱς , παντέλεια consummation fem acc pl παντελείᾱς , παντέλεια consummation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντέλειαν — παντέλεια consummation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Пантелеймон — Запрос «Пантелеимон» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Пантелеймон греческое Род: муж. Отчество: Пантелеймонович Пантелеймоновна Производ. формы: Пантелеймонка, Пантя, Пантюха, Пантюша, Паня, Пана, Моня, Пантелейка, Пантелюха,… …   Википедия

  • παντέλειος — ον, ΜΑ τέλειος σε όλα αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παντέλεια η τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων στις Συρακούσες 2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παντέλειον ὁλόκληρον» 3. φρ. «παντέλειος ἀριθμός» ο αριθμός δέκα. επίρρ... παντελείως Α με… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱԿԱՏԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0062 Chronological Sequence: 5c, 6c, 12c գ. παντέλεια summa perfectio, integritas, ingens sumtus Որպէս ծայրագոյն կատարելութիւն. *Տեսանես զամենակատարութիւն հոգւոյն. Լմբ. սղ.: Ամբողջութիւն. անարատութիւն. եւ լրումն կատարելութեան յիւրում… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”